Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Η Κοκκινοσκουφίτσα στ' Γιαννουτά.....

Η Κοκκινοσκουφίτσα στ' Γιαννουτά

.....Α κι α που λέτι, ήταν μια φουρά κι ‘ναν κιρό, ένα όμουρφου κουρτσούλι που έμισκνι μι τ’ μαμάκα τ’ κι τουν μπαμπάκα τ’ σιαπέρα στα μαντριά. Όταν γιόρταζι ιπέρσι η μανιά τ’ , τ’ν εκανι δώρου μια κατσιούλα κόκκινι. Κι αυτήν τ’ν έβαζι όλ’ τ’ν ώρα ….κι τ’ άλλα τα πιδιά τ’ν έβγαλαν Κοκκινοκατσιούλου.
Μια μέρα τ’ λέει η μάνα τ’ς:
---Ωω Κοκινοκατσιούλου μα, κλούριασα μια τραχανόπτα, πάρτην μι του ταψί κι να τ’ πααίντς στ’ μανιά σ’, στ’ν αλλη τ’ μιριά από του πουτάμι, να τ’ δεις τι φκιαν’ κιόλας.
----Σώσι αμα είνι μαμάκα, είπι η Κοκκινουκατσιούλου, δα μι νυχτώσ’.
Έβαλι η μάνα τ’ς ένα πιστιμάλι απάν στου ταψί κι του κουρίτσ’ κίντζι μαναχό τ’ για τ’ μανιά τ’.
Στου δρόμου έβρισκνι ένα σουρό ζούζουλα κι αρνίθια κι τ’ χιριτούσαν. Τι λαγοί, τι γκουστιραίοι, τι γκαχιλώνις, τι μπουμπουνάρια, τι καραμούζις , τι τσιόνια, όλα τ’ χαίρουνταν κι δεν τ’ φουβούνταν ντιπ.
Ικεί που πιρπατούσι, έκατσι σι μια πατλιά να χέσ΄κι μάζιψι κι ξινίθρις. Άκουσι τότι φουρλατό στ΄ζίγρις ...κι τα πλια κι τα ζούζουλα σκαπέτσαν.
--- Τι γίνγκι τώρα; είπι η Κοκκινοκατσιούλου.
Ύστιρα γυρνάει κι να τους η λύκαρους. Λαχτάρ’σι του κουρίτσι.
----Λέλε !!! έσκουξι. «Ντου ρα λύκους», «ντου ρα λύκους", μα αυτός ικεί. Αϊπάν τα αυτιά κι τ’ λέει:
----Που πααίντς μα…. μαναχιά σ’ στα αρμάνια?
--Πααίνου τραχανόπτα στ’ μανιά μ’, ισένα τι σι νοιάζ’;
---Αααα, να τ’ν πεις τα χιριτήματα. Άιντι φέγου τώρα.
Έκουψι τουν ανήφουρου η λύκαρους, έβγαλι του κουρτσούλι του παγούρι, κι ήπχι νιρό απ’ τ’ λαχτάρα τ’. Κίντζι πάλι του δρόμου κι δεν σταμάτσι ντιπ. Ύστιρα απού ώρα έφτασι στου σπίτ’ τ’ς μανιάς τ’ς. Αρχίτιρα όμους είχι πααίνει η λύκους κι γέλασι τ’ μάκου…. τάχα ήταν η Κοκκινοκατσιούλου κι ικείν’ η σαλιά…. τουν άνοιξι. "Χλαπ κι κάτ’"... τ’ν έχαψι η λύκαρους. Γκουρλώθκι (παραλίγου) ....κι γριντώθκι στουν ύπνου.
Φταν’ κι απού λέτι η Κοκκινοκατσιούλου κι βαράει τ’ν πόρτα:
---- Ωωωω μανιά, μανιάααααα!!!!!
Σκώνιτι η λύκους…..
(σκέφτιτι) τι να φκιάσου... να τ’ν φάου κι αυτήν; Ααα δα βάλου τα στράνια τ’ς μάκους κι δα τ΄γιλάσου.
Βαζ’ τα φουστάνια, τ’ν μαντήλα κι τα γυαλιά τ’ς γκαβουμάκους κι είπι μι λιανή φουνή όσου μπόρ’σι:
---- Έμπα μέσα μα… ανοιχτά είνι…
Μπήκι η Κοκκινοκατσιούλου, γλέπει καταΐ στου κριβάτι, κλούρα στ’ φλουκάτ η μάκου.
--ω γιαγιάκα μα.. τι κλουριάσκις καταΐ ; σήκου σ’ έφιρα πίτα.
--δεν μπουρώ μωρ μάνα μ’, μι έπιασι θιρμασιά.
---ωωω μανιά τι μύτη έφκιασις ; σαν πατλιτζιάνα γίνγκι.
---Για να φεγν’ οι μύξις απ΄τ’ν αστόχια κουρίτσι μ’
---ωωω μανιά… μα τι τα γκούρλουσις ετσ(ι) τα μάτια, γκαβάθκις κι άλλου;
----Για να γλέπου του τσιγκιλάκι κουρίτσι μ’
----ωωω μα μανιά κι συ, τι μασέλα έφκιασις, έβαλις άλλη τρανύτιρ(ι) ;
----Για να σι ντριρλικώσου………Και "χλάπ μια χαψιά" κι αυτήν τ’ν έκανι.
----Μπο μπο μπο μπο …….έκανι η λύκους:Δα τουν πάρου λίγου, έσκασα στου φαΐ.
Έπισι στου κριβάτι κι τουν πήρι «ένα κι ένα».
Πέρασι η ώρα κι φάνγκι στου σπίτ’ τ’ς μάκους ένας κυνηγός καψιαλιάρ’ς, που γύρζι στου χουριό «ουδι έτσι», «ναι τσιόνια ...ναι λαγοί».
---Ααα δα πααίνου να ιδώ τ’ Θεια, να πιω έναν καφέ κι ύστιρα πααίνου στου χουριό.
---Θειά… ωωω θειά, ……Δα μισ’μέριαζ’ σκέφκι. 
Κοιτάει απ’ του παραθύρι, ταράθκι…. Η λύκους τ’ν κλιά ντούρλα κι κοιμούνταν. Πθινά η μάκου. Μπαίνει μέσα η κυνηγός , τουν τφικάει μια στουν κώλου, άνοιξι αυτός τ’ς έχισι κι τ’ς δυο, γιαγιά κι αγγουνή.
----Λιλι πιδούλι μ τι μας έφκιασι η λύκαρους, "να φάει του κιφάλι τ’ να φάει".
Χάρ’καν όλοι μαζί…. έκατσαν έφαγαν τ’ν πίτα κι πέταξαν του λύκου στ’ κουπριά.


........................................................................................................................................................
ΤΑ ΣΧΌΛΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΙΤΤΑ..... ΜΟΝΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ  ΣΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ (ΘΕΡΜΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΕΙ...)

ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ.... ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ.....